εὐπαθῶν

εὐπαθῶν
εὐπαθέω
enjoy oneself
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
εὐπαθής
enjoying good things
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θερμοκοιτίδα — Συσκευή ικανή να διατηρεί σε ιδεώδες περιβάλλον τα πρόωρα νεογνά ή γενικά τα νεογνά που πρέπει να προφυλαχθούν ιδιαίτερα από τις μολύνσεις και τις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μικρούς θαλάμους με διαφανή τοιχώματα,… …   Dictionary of Greek

  • καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… …   Dictionary of Greek

  • χειμερινός — ή, ό / χειμερινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, χειμωνιάτικος 2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κορίνεο — (Coryneum). Γένος δευτερομυκήτων, σημαντικός εκπρόσωπος του οποίου είναι το είδος κ. μπεγερίντσκι (Coryneum beijerinckii, επίσης γνωστό με την ονομασία Stigmina ή Wilsonomyces carpophila), το οποίο προσβάλλει διάφορα οπωροφόρα δέντρα, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԵԿԵԱՑ — (կեցի, ցաց.) NBH 1 450 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. εὕζωος bene vivens Որ բարւոք կեայ ըստ աշխարհի. եւ այն ինչ՝ որով լինի հանգստեամբ կեալ ʼի կենցաղումս. աղէկ ապրօղ կամ ապրելու. ... *Բարեկեաց շատակեաց կենօքս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԱՐԵԿԻՐ — ( ) NBH 1 450 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c ա. εὑπαθῶν, εὑημέρων bene affectus, laetus որ եւ ԲԱՐԵԿՐԵԱԼ. Կրօղ յինքեան զբարութիւն՝ յո՛ր եւ է կարգի. բարեօք ճոխացեալ. բարեկեցիկ. եւ Զուարթ, բերկրամիտ. *Ոչ միայն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”